- Ὕβρεων
- Ὕβρεω̆ν , Ὕβριςfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὕβρεων — ὕβρεω̆ν , ὕβρις wanton violence fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NECESSITAS apud Veteres — Α᾿νάγκη Graecis dicta est quidquid animum suae spontis esse non patitur. Ita, dolor, voluptas, metus, laiaque animi πάθη, totidem illis fuêre ἀνάγκαι Hi enim affectus rapiunt nos ac trahunt, quo ire nolumus. Sed et cum aliquid facere cogimur aut… … Hofmann J. Lexicon universale
ανθύβρισις — ἀνθύβρισις ( εως), η (Α) η ανταπόδοση των ύβρεων … Dictionary of Greek
διαπληκτισμός — ο (Α διαπληκτισμός) [διαπληκτίζομαι] 1. ανταλλαγή ύβρεων ή γρονθοκοπημάτων 2. διαμάχη, προστριβή … Dictionary of Greek
εξέμεση — η (AM ἐξέμεσις) το να εξεμεί, να ξερνάει κάποιος («εξέμεση τροφών», «εξέμεση ύβρεων») … Dictionary of Greek
καταρράκτης — I (Γεωλ.). Πτώση, μικρότερης ή μεγαλύτερης έντασης, της υδάτινης μάζας ενός ποταμού ή χειμάρρου στα σημεία εκείνα της διαδρομής του όπου υπάρχει αισθητά απότομη υψομετρική διαφορά στην κοίτη. Ο σχηματισμός ενός κ. οφείλεται σε πολλαπλές αιτίες.… … Dictionary of Greek
υβρεολόγιο — το, Ν σωρεία ύβρεων, βρισίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύβρις, εος + λόγιο*. Η λ., στον λόγιο τ. ὑβρεολόγιον, μαρτυρείται από το 1886 στον Σπ. Μηλιαράκη] … Dictionary of Greek